- φραστικῶν
- φραστικόςindicativefem gen plφραστικόςindicativemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνθηματολογία — η, Ν [συνθηματολογώ] 1. η χρήση συνθημάτων («οι υποψήφιοι προσπαθούν με συνθηματολογία να προσελκύσουν ψηφοφόρους») 2. το σύνολο τών συνθημάτων 3. επανάληψη φραστικών συνθημάτων χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο («οι οπαδοί του κατέφυγαν στη… … Dictionary of Greek